Friday, December 2, 2011



«ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ»

Das Leben der Anderen - The Lives of Others
(Γερμανία 2006)
του ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΝΚΕΛ ΦΟΝ ΝΤΟΝΕΡΣΜΑΡΚ


Από την ομάδα 5G

Βάσιλα Αθανασία

Πασπάτη Άννα

Σκριβάνου Αλεξάνδρα

Σοϊλεμετζίδου Ειρήνη

Σταματόπουλος Στάυρος

ΥΠΟΘΕΣΗ:

1984. Οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου βρίσκονται κάτω από την επιτήρηση των 100.000 υπαλλήλων και 200.000 κατασκόπων της Στάζι. Ανάμεσα στους πιο αφοσιωμένους πράκτορες και ένας που γοητεύεται από τη ζωή ενός θεατρικού συγγραφέα, για τον οποίο έχει υποψίες ότι δεν είναι τόσο «καθαρός» όσο φαίνεται. Αποφασίζει λοιπόν να παρακολουθήσει τη ζωή και τη σχέση του με μια διάσημη ηθοποιό. Βασισμένο στην πρόσφατη ιστορία της Γερμανίας και σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της Ευρώπης, το ντεμπούτο του Φον Ντόνερσμαρκ μοιάζει να είναι η πρώτη σοβαρή απεικόνιση της ατμόσφαιρας τρόμου που επικρατούσε στο Βερολίνο πριν από την πτώση του Τείχους.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΑΙΝΙΑΣ:

Η ταινία λαμβάνει χώρα στην Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1984-5 ,η οποία παρά το όνομα της, δεν ήταν παρά δικτατορία που χρησιμοποιούσε μάλιστα μια μυστική αστυνομία, ονόματι Στάζι, για να διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο.

Ο υπουργός Πολιτισμού του κόμματος, Hempf αναθέτει στον μυστικό αστυνόμο και κεντρικό ήρωα Hauptmann Wiesler, την παρακολούθηση ενός ύποπτου συγγραφέα και της ηθοποιού ερωμένης του, Christa-Maria μετά από την τοποθέτηση απαραίτητου εξοπλισμού στο διαμέρισμα τους. Σύντομα ο Hauptmann ανακαλύπτει πως ο πραγματικός λόγος πίσω από την επιτήρηση του συγγραφέα, είναι ότι ο υπουργός είναι ερωτευμένος με την ηθοποιό και πιστεύει πως έτσι θα καταφέρει να τον βγάλει από την μέση. Ο Hempf γνωρίζει τον εθισμό της Christa-Maria σε ορισμένες ουσίες που χρειάζονται συνταγή γιατρού και την εκβιάζει έμμεσα ότι θα της καταστρέψει την καρίερα αν δεν τον ικανοποιήσει σεξουαλικά.

Ο μυστικός αστυνόμος Wiesler ,αφιερωμένος στον σοσιαλισμό μένει άναυδος από την κατάχρηση της εξουσίας. Βοηθά τον Dreyman να ανακαλύψει την παράνομη σχέση της ερωμένης του και συναντώντας τυχαία την ηθοποιό σε κάποιο bar την παροτρύνει έμμεσα να γυρίσει στον συγγραφέα.

Μετά από την αυτοκτονία ενός σκηνοθέτη και φίλου του ,Ο Dreyman αποφασίζει να εκδώσει ένα άρθρο σε περιοδικό της Δυτικής Γερμανίας για τον μεγάλο αριθμό αυτοκτονιών της ΛΔΓ ,με την βοήθεια κάποιων φίλων και μιας παράνομης γραφομηχανής που κρύβει μέσα στο διαμέρισμα.

Μετά την έκδοση του άρθρου οι αρχές του κόμματος υποπτεύονται τον Dreyman, ενώ ο Hempf διατάζει να πιάσουν την ηθοποιό την ώρα που παίρνει τις ουσίες από τον γιατρό. Απειλώντας την να φυλακιστεί και να μείνει μακριά από το θέατρο καταφέρνουν να την κάνουν να ομολογήσει το σημείο που κρύβεται η γραφομηχανή.

Ο Hauptmann που έκανε την ανάκριση προλαβαίνει να φτάσει στο διαμέρισμα και να πάρει την γραφομηχανή. Η Christa-Maria αυτοκτονεί την ίδια στιγμή από το βάρος της προδοσίας προς τον αγαπημένο της.

Ο υπουργός υποβιβάζει τον Haupmann σε αρμόδιο για να κλείνει και να ανοίγει επιστολές. Τέσσερα χρόνια αργότερα μετά την πτώση του τείχους και αφού έγινε γνωστός ο συγγραφέας του άρθρου περί αυτοκτονιών (Dreyman) ,ο ίδιος ρωτά τον Hempf πως γίνεται να μην παρακολουθούνταν το διαμέρισμα του. Με μεγάλη του έκπληξη μαθαίνει πως παρακολουθούνταν και καταφεύγει στο αρχείο για να βρει τον κωδικό του αστυνόμου που τον παρακολουθούσε. Λίγο αργότερα Ο Haupmann βλέποντας μια αφίσα του Dreyman έξω από ένα βιβλιοπωλείο αποφασίζει να μπει και να αγοράσει το βιβλίο. Στην πρώτη σελίδα αναγράφεται ‘’Για τον HGW XX / 7(κωδικό όνομα του) με ευγνωμοσύνη ‘’.Στην ερώτηση του πωλητή αν το βιβλίο προορίζεται για δώρο ο Haphmann απαντά: ‘’Όχι αυτό είναι για μένα’’ .

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΙΝΙΑΣ(αναλυτικά):

Σκηνοθεσία: Florian Henckel von Donnersmarck
Σενάριο: Florian Henckel von Donnersmarck
Φωτογραφία: Hagen Bogdanski
Μοντάζ: Patricia Rommel
Μουσική: Stephane Moucha, Gabriel Yared
Ηθοποιοί: Martina Gedeck, Ulrich Muhe, Sebastian Koch, Ulrich Tukur, Thomas Thieme, Hans-Uwe Bauer
Σκηνικά: Tom Sternitzke
Κουστούμια : Gabriele Binder
ΓΕΡΜΑΝΙΑ
- Εγχρωμο, 137’
Διανομή: AUDIO VISUAL

Η σκοτεινή πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας, λίγο πριν την πτώση του τείχους, σε μία συγκλονιστική ταινία που πατάει με το ένα πόδι στο πολιτικό θρίλερ και με το άλλο στη συγκινητική ερωτική ιστορία. Το τρομακτικό σύστημα παρακολούθησης αποκαλύπτεται με λεπτομέρειες που σοκάρουν και βασίζονται στην έρευνα του ίδιου του σκηνοθέτη σε αρχεία, ντοκουμέντα και στην επαφή του με ιστορικούς και αυτόπτες μάρτυρες. Η ταινία προκάλεσε αίσθηση όπου κι αν προβλήθηκε και απέσπασε σημαντικές διακρίσεις. Δυνατές ερμηνείες, συναίσθημα, μουσική από τον βραβευμένο με Όσκαρ Γκάμπριελ Γιάρεντ (‘O Άγγλος Ασθενής’)... και το πιο "σατανικό" σύστημα κατασκοπείας που στήθηκε ποτέ!

Αν και η ταινία αναφέρεται σε γεγονότα που έχουν συμβεί λίγα χρόνια πριν, πολλά έχουν αλλάξει από τότε. «Τελικά, δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά, όσον αφορά το κόστος, αν κάνεις γυρίσματα στο Βερολίνο του 1930 ή στο Βερολίνο του 1984», λέει ο παραγωγός Μαξ Βίντεμαν. Για να ανασυστήσουν την ατμόσφαιρα του 1984 χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια στο σκηνικό και στα ντεκόρ. Ιδιαιτέρως κοπιαστικό ήταν να προσπαθείς να ζωγραφίζεις πάνω στα γκράφιτι, που σήμερα συναντούμε παντού, στις περισσότερες επιφάνειες.
Η παραγωγή ήταν επίσης η πρώτη και είναι, μέχρι σήμερα, που πήρε άδεια να γυρίσει στα ίδια τα πρώην αρχηγεία της Στάζι, όπου και βρίσκονται τα αρχεία της, με την απευθείας γνωμοδότηση του επίσημου υπεύθυνου φορέα για τη φύλαξή τους. Είναι λοιπόν φυσικό οι σκηνές που είναι γυρισμένες ανάμεσα στο γιγαντιαίο μηχανικό σύστημα αρχειοθέτησης να δίνουν στον θεατή την πλήρη αίσθηση του αυτόπτη μάρτυρα. Το αρχείο αυτό ανασυγκροτήθηκε και ψηφιοποιήθηκε αμέσως μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Τα στοιχεία έχουν διατηρηθεί, αλλά η τοποθεσία των αρχείων και τα έγγραφα δεν υπάρχουν πια στη μορφή που παρουσιάστηκαν στην ταινία.
Οι τεχνικές προδιαγραφές επίσης συνηγορούν στα υψηλά ποιοτικά στάνταρντ της παραγωγής: οι παραγωγοί θαύμαζαν ήδη τη δουλειά του διευθυντή φωτογραφίας Χάγκεν Μπογκντάνσκι (‘No Place to Go’) από τη συνεργασία τους στην ταινία ‘The Templar’. Στην Γκαμπριέλ Μπίντερ ανατέθηκαν τα κουστούμια (‘Doubting Tomas’) ενώ η Πατρίτσια Ρόμελ (‘Nowhere in Africa’, ‘Beyond Silence’) επιφορτίστηκε με το μοντάζ.
Χρειάστηκε όμως πολλή δουλειά και αρκετή τύχη, για να πείσεις ένα βραβευμένο με Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα συνθέτη να σου γράψει τη μουσική της ταινίας. Είναι ασυνήθιστο για μια γερμανική ταινία να ψάχνει καινούριους δρόμους για τη μουσική της και μάλιστα, διεθνών προσανατολισμών: «Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ταινία δικαιολογούσε αυτήν την επιλογή και ότι μπορούσε να χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους και ύφους μουσικό θέμα», αναφέρεται από τους συντελεστές.
Ο Γκάμπριελ Γιάρεντ (‘The Talented Mr. Ripley’) πήρε στα χέρια του μια μετάφραση του σεναρίου σε πολύ αρχικό στάδιο και το όλο εγχείρημα του παρουσιάστηκε σε πολλές συζητήσεις στο Παρίσι και το Λονδίνο. Η κλίμακα της ταινίας ήταν σίγουρα έξω από τα συνήθη στάνταρτ του διακεκριμένου αυτού δημιουργού, που συχνά γράφει τη μουσική σε ταινίες με μπάτζετ εκατοντάδων εκατομμυρίων. Ωστόσο, ο Γιάρεντ θαύμασε την αφοσίωση του σκηνοθέτη και συμφώνησε να συμμετάσχει στην ταινία, βάσει του σεναρίου, που τον είχε κερδίσει.
Με έναν συνθέτη που ζει και δουλεύει σε Λονδίνο και Παρίσι, έναν σκηνοθέτη και μία ομάδα τοποθετημένη στο Βερολίνο και το εργαστήριο της ταινίας στο Μόναχο, έπρεπε ακόμα να τιθασευτούν πολλές δυσκολίες συνδεδεμένες με την απόσταση. Το κομμάτι του post-production – η ταινία είναι 137 λεπτά- κράτησε σχεδόν ένα χρόνο.
Όσο για την αισθητική ματιά της ταινίας; Ο σκηνοθέτης ανακαλεί: «Είχαμε μία πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τα χρώματα που θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε. Προσπαθήσαμε να ενισχύσουμε τις τάσεις που κυριαρχούσαν την εποχή του καθεστώτος μέσω της αφαίρεσης. Αφού υπήρχε περισσότερο πράσινο από μπλε εκείνη την εποχή, αποφασίσαμε να παραλείψουμε τελείως το μπλε. Υπήρχε επίσης περισσότερο πορτοκαλί από κόκκινο, οπότε βγάλαμε τελείως το κόκκινο. Η ‘κενότητα’ είναι από μόνη της μία αισθητικά ουδέτερη πρόταση. Εξαιτίας του χαμηλού προϋπολογισμού της ταινίας, δεν μπορούσαμε να κατασκευάσουμε πολλά σκηνικά. Έτσι, όταν δεν είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε αυθεντική ομορφιά, βασιζόμασταν στην αφαίρεση ώστε να κρατήσουμε την αισθητική ποιότητα σε υψηλό επίπεδο. Για μένα, τα σκηνικά πρέπει να αποτελούν το ιδανικό φόντο πάνω στο οποίο εκδηλώνονται τα συναισθήματα των ηθοποιών, τίποτα περισσότερο αλλά και τίποτα λιγότερο. Ευτυχώς η ομάδα μου συμφώνησε και κινηθήκαμε από την αρχή στις ίδιες κατευθύνσεις...»

Ο ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΝΚΕΛ ΦΟΝ ΝΤΟΝΕΡΣΜΑΡΚ (FLORIAN HENCKEL VON DONNERSMARCK )-ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ:

Γεννήθηκε στην Κολωνία το 1973 και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, το Βερολίνο, τη Φρανκφούρτη και τις Βρυξέλες. Σπούδασε Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Προτού συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Κινηματογράφου και Τηλεόρασης του Μονάχου, δούλεψε για τον Ρίτσαρντ Ατέμπορο στην ταινία In Love and War. Έχει σκηνοθετήσει βραβευμένες ταινίες μικρού μήκους. Η παρούσα ταινία (Das Leben der Anderen), που άρχισε να προετοιμάζει από το 2000, αποτελεί την πρώτη του σκηνοθετική μεγάλου μήκους δουλειά.

Ο Φλόριαν Χένκελ Φον Ντονερσμάρκ αφιέρωσε σχεδόν 4 χρόνια στη διεξαγωγή εντατικών ερευνών ενώ παράλληλα έγραφε το σενάριο, πριν να αρχίσει τα γυρίσματα της ταινίας στις 26 Οκτωβρίου 2004. Τα γυρίσματα της ταινίας ολοκληρώθηκαν 37 ημέρες μετά, στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Πέρα από το διάβασμα ειδικευμένης στο αντικείμενο λογοτεχνίας, ο δημιουργός μίλησε ατέλειωτες ώρες με αυτόπτες μάρτυρες, πρώην υπαλλήλους της Στάζι και τα θύματά τους. Εξάλλου, στο πλευρό του είχε διακεκριμένους ειδικούς σε ιστορικά ζητήματα. Η ομάδα της ταινίας επίσης ονόμασε αρκετούς ανθρώπους που είχαν συνεργαστεί με το καθεστώς της Γερμανικής Δημοκρατίας (1949-1989), έτσι ώστε οι εμπειρίες τους να κάνουν την ταινία όσο πιο αυθεντική γινόταν.
Ο δημιουργός αναφέρει σχετικά: «Επισκέφτηκα πολλά μέρη όπου ακόμα μπορείς να αισθανθείς το πνεύμα του παρελθόντος... Υπάρχουν μέρη που είναι σε θέση να αποθηκεύσουν συναισθήματα πολύ καλά, και αυτές οι επισκέψεις μου έδωσαν περισσότερα από αυτά που μου έδωσαν όλα αυτά τα βιβλία που προφανώς είδα κατά τη διάρκεια των χρόνων της προετοιμασίας και τα ντοκιμαντέρ που παρακολούθησα. Αυτό που έπαιξε όμως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της θέσης μου ήταν οι συζητήσεις με τους αυτόπτες μάρτυρες από τους Συνταγματάρχες της Στάζι ως τις ιερόδουλες της Στάζι και τους ανθρώπους που πέρασαν 2 χρόνια στα κέντρα κράτησης της Στάζι. Προσπάθησα να συγκεντρώσω όσες περισσότερες "οπτικές γωνίες" γινόταν και γι' αυτό άκουσα πολλές αντιφατικές ιστορίες- στο τέλος όμως είχα την αίσθηση ότι είχα σχηματίσει μία οριστική και συγκεκριμένη άποψη για την εποχή και τα προβλήματά της.»
Τι είναι όμως αυτό που οδήγησε τον σκηνοθέτη σε αυτή τη θεματολογία; Ο ίδιος εξομολογείται: «Καθώς περνούσαν τα χρόνια υπήρχαν δύο πράγματα που με οδηγούσαν προς αυτήν την ταινία. Το πρώτο ήταν οι πολλές επισκέψεις μου στο ανατολικό Βερολίνο σαν παιδί, που σε μεγάλο βαθμό με διαμόρφωσαν. Σαν παιδί οχτώ, εννέα, ή δέκα χρονών το έβρισκα πολύ ενδιαφέρον να αισθάνομαι τον φόβο των ενηλίκων. Και φοβόντουσαν πραγματικά: οι γονείς μου, μόλις πέρασαν τα σύνορα (γεννήθηκαν και οι δύο στην ανατολική Γερμανία και για αυτόν τον λόγο ίσως να τους είχαν συνεχώς κάτω από μεγαλύτερο έλεγχο) και οι φίλοι μας από την ανατολική Γερμανία, όταν άλλοι άνθρωποι τους έβλεπαν να μιλούν με μας, από τη δυτική. Τα παιδιά έχουν αλάνθαστες κεραίες που συλλαμβάνουν συναισθήματα... Νομίζω ότι χωρίς αυτές τις εμπειρίες θα είχα πρόβλημα στην απόδοση του συγκεκριμένου θέματος.
Και, ύστερα, υπάρχει αυτή η εικόνα που δεν θα ξεχάσω ποτέ: κοντινό πλάνο ενός ανθρώπου καθισμένου σε ένα ψυχρό δωμάτιο, να φοράει στα αυτιά του ακουστικά και να ακούει σχεδόν υπερφυσικά υπέροχη μουσική, χωρίς όμως να θέλει να την ακούσει. Αυτός ο άντρας με κυνηγούσε στα όνειρά μου για να καταλήξει τελικά να πάρει τη μορφή του αρχηγού Γκερντ Βίσλερ.»
Οι αυθεντικές τοποθεσίες είναι καθοριστικής σημασίας για ένα ιστορικό θέμα. Ανάμεσα στα μέρη που επιλέχθηκαν για την κινηματογράφηση ήταν και τα πρώην αρχηγεία της Στάζι, στη Νορμανεστράσε- μία τρομερή διεύθυνση κατά τη διάρκεια του καθεστώτος. Σήμερα, υπάρχει εκεί ένα μνημείο. Εκεί είναι που γυρίστηκαν οι σκηνές με τον Ουλρίχ Τουκούρ στον ρόλο του Αντισυνταγματάρχη Άντον Γκρούμπιτζ. Το γραφείο του ήταν ακριβώς δίπλα σε εκείνο του αφεντικού της Στάζι, Μίλκε. Η πατίνα είχε μάλιστα διατηρηθεί για να θυμίζει εκείνες τις ημέρες. Με τη χαρακτηριστική τους ξύλινη επένδυση, αυτά τα γραφεία έχουν μία μοναδική "γοητεία" και παραπέμπουν ξεκάθαρα σε συγκεκριμένο χρόνο και συγκεκριμένο στιλ...


ΟΙ ΗΘΟΠΟΙΟΙ:

Πρωταγωνιστούν: ΜΑΡΤΙΝΑ ΓΚΕΝΤΕΚ, ΟΥΛΡΙΧ ΜΟΥΧΕ, ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΚΟΧ, ΟΥΛΡΙΧ ΤΟΥΚΟΥΡ



ΜΑΡΤΙΝΑ ΓΚΕΝΤΕΚ
Γεννήθηκε το 1961.
Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες ηθοποιούς σήμερα.
Έκανε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο το 1983 και στις αρχές της δεκαετίας του 90 πρωταγωνιστούσε σε σημαντικές γερμανικές ταινίες όπως τις ‘Maybe, Maybe Not’, ‘Talk of the Town’, ‘Life is All You Get’ και ‘Rossini’-Γερμανικό Κινηματογραφικό Βραβείο. Η διεθνής της καριέρα εκτοξεύτηκε το 2001 με την πρωταγωνιστική της εμφάνιση στην ταινία ‘Mostly Martha’ (στο αμερικανικό remake τον ρόλο της ερμηνεύει φέτος η Κάθριν Ζίτα-Τζόουνς), για την οποία κέρδισε ξανά το Γερμανικό Κινηματογραφικό Βραβείο 2002. Τέσσερα χρόνια μετά ξαναπροτάθηκε για το ίδιο Βραβείο χάρη στην ερμηνεία της στην ταινία ‘The Elementary Particles’. Πρωταγωνιστεί επίσης στο "Sommer '04".

ΟΥΛΡΙΧ ΜΟΥΧΕ
Γεννημένος το 1953, εμφανίστηκε σε μία σειρά από ταινίες του καθεστώτος, για να ακολουθήσουν μετά την ένωση πρωταγωνιστικές ερμηνείες στις ταινίες του Μάικλ Χάνεκε ‘Benny’s Video’, ‘Funny Games’, ‘The Castle’. Αξιοσημείωτη είναι και η ερμηνεία του ως γιατρού Μένγκελε στην πολιτική ταινία του Κώστα Γαβρά ‘Amen’.

ΟΥΛΡΙΧ ΤΟΥΚΟΥΡ
Το 1982 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία του Μάικλ Βερχόφεν ‘The White Rose’. Έχει πρωταγωνιστήσει σε πολλές ταινίες με ιστορικό θέμα όπως τις ‘Stammheim’, ‘The Comedian Harmonists’, ‘Taking Sides’, ‘Amen’. Εμφανίστηκε επίσης στη χολιγουντιανή παραγωγή του Σόντεμπεργκ ‘Solaris’.

ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΚΟΧ:

Σπουδαίος και επιτυχημένος Γερμανός ηθοποιός. Γεννήθηκε στο Karlsruhe της Γερμανίας το 1962.Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε στη Στρουτγάρδη. Μεγαλώνοντας αποφάσισε πως θέλει ν’ ασχοληθεί με την υποκριτική και έτσι το 1985 αποφοιτεί από την περίφημη σχολή υποκριτικής Otto Falckenberg του Μονάχου. Ακολούθησε λαμπρή καριέρα και καταξίωση τόσο στο χώρο του θεάτρου όσο σε αυτόν της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Έχει διακριθεί πολλάκις για το υποκριτικό του ταλέντο.

Σήμερα ζει στο Βερολίνο και έχει μια κόρη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:

Ένα στιβαρό δράμα χαρακτήρων που καταγγέλλει τον κρατικό παραλογισμό για να καταλήξει σε μια διαχρονική παραβολή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στα χνάρια της Πτώσης του Ολιβερ Χιρσμπίγκελ, ο Φον Ντόνερσμαρκ επικεντρώνεται στους ήρωές του, πριν τους αναγάγει σε σύμβολα μιας ολόκληρης εποχής, τοποθετώντας στο κέντρο του δράματος τη σπουδαία Γερμανίδα ηθοποιό Μαρτίνα Γκέντεκ. Ρεκόρ υποψηφιοτήτων στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου.

ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ 2006
ΟΣΚΑΡ ΚΑΛΥΤΕΡΗΣ ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ 2007.

ΑΝΑΛΥΣΗ ΧΑΡΑΚΤΗΡΩΝ:

Α) Γκεόργκ Ντρέιμαν


Georg Dreyman (Sebastian Koch)

Ένας θεατρικός συγγραφέας ο Γκεόργκ Ντρέιμαν βρίσκεται να δημιουργεί σε μια δύσκολη χρονικά περίοδο για την Ανατολική Γερμανία, καθώς η λογοκρισία βρίσκεται σε μεγάλη έξαρση. Όποιος υπηρετεί τις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα, είχε την υποχρέωση να συμβιβάζεται με την πολιτικό-ιδεολογική εκπαίδευση που ασκούσε το κυρίαρχο Κόμμα, η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας. Ο ήρωας μας έχει χτίσει ένα προφίλ ευυπόληπτου καλλιτέχνη ο οποίος είναι υπεράνω πάσης υποψίας από τους κατασκόπους των μυστικών υπηρεσιών της Στάζι. Κι αυτό γιατί έχει δυνατές γνωριμίες οι οποίες τον προστατεύουν από εξωτερικές απειλές αλλά και γιατί έχει υπήρξε νικητής κρατικού βραβείου, αποτελώντας εκείνη τη περίοδο ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γερμανικής πολιτιστικής δημιουργίας.

Ο συγγραφέας μας υπηρετεί μεν την τέχνη αλλά έχει ενδώσει στον κομφορμισμό, συμβιβαζόμενος με την απανθρωπιά του συστήματος και την κατάχρηση της εξουσίας (δεν αντιδρά ούτε στον βιασμό της γυναίκας του). Η αυτοκτονία του στενού του φίλου, ενός αντιδραστικού (και γι'αυτό περιθωριοποιημένου) σκηνοθέτη θα τον αφυπνίσει στρέφοντάς τον σε μυστική "επαναστατική δράση". Πρόκειται για ένα πολύ ευαίσθητο άνθρωπο που εκφράζεται μέσα από την καλλιτεχνική δημιουργία είτε αυτό είναι η σκηνοθεσία, είτε η λογοτεχνία είτε η μουσική. Η Κρίστα Μαρία επίσης αποτελεί μεγάλο κομμάτι της ζωής του. Βλέπουμε ότι επηρεάζεται από αυτήν και του μπλοκάρει την έμπνευση, όταν μαθαίνει για την παράνομη σχέση της, αργότερα όμως που του δίνεται ολοκληρωτικά, βλέπουμε ότι αποτελεί την κινητήριο δύναμη της δημιουργίας του. Όπως είπαμε και πιο πριν, όταν ο παλαίμαχος σκηνοθέτης Γέρσκα αυτοκτονεί, αποφασίζει με αυτή την αφορμή να βγάλει στη φόρα όλες τις αυτοκτονίες διαφόρων ανθρώπων της τέχνης (στους οποίους είχε απαγορευτεί η εργασία) οι οποίες είχαν επιμελώς συγκαλυφθεί από τις τάξεις Κόμματος αισθανόμενος ένα ηθικό χρέος προς τον πνευματικό του πατέρα. Το ίδιο κάνει άλλωστε και στο τέλος της ταινίας όταν μαθαίνει ολόκληρη την αλήθεια για τον Βίσλερ, αφιερώνοντας του το βιβλίο που δημιούργησε εμπνευσμένος από τις αναφορές του Γερμανού κατασκόπου την περίοδο που τον παρακολουθούσε.

Ο Ντρέυμαν παρουσιάζεται ως αρκετά αφελής στην ταινία. Δεν έχει αντιληφθεί μέχρι ένα σημείο την παράνομη σχέση της Κρίστα Μαρία με τον υπουργό, δεν έχει καταλάβει ότι τον παρακολουθούν οι μυστικές υπηρεσίες και μάλιστα είναι σίγουρος για το αντίθετο και προς το τέλος της ταινίας παρ’ ότι είναι πασιφανές ότι τον κάρφωσε η Κρίστα Μαρία, εκείνος αρνείται να το δεχτεί! Η αφέλεια του τονίζεται με τέτοιο τρόπο για να καταλάβουμε ότι είναι από την πάστα των συγγραφέων που μέσα του οι αξίες της αγάπης, της συντροφικότητας, της φιλίας και της δικαιοσύνης υποσκελίζουν τη δέουσα προσοχή για τυχόν ανησυχητικά σημάδια που επηρεάζουν την «επίγεια» ζωή του. Κοινώς είναι στον κόσμο του. Μέσα από την ταινία χαρακτηρίζεται ως υστερικός ανθρωποκεντριστής. ‘Όλοι οι άνθρωποι που βρίσκονται στη ζωή του, του δημιουργούν συγκεκριμένα ερεθίσματα που τον οδηγούν στην δημιουργία. Είναι φανερό ότι έχει παραδοθεί στην τέχνη άνευ όρων. Εντάσσεται στην κατηγορία καλλιτεχνών οι οποίοι χωρίς άλλους ανθρώπους γύρω τους δεν έχουν την όρεξη να παράγουν κανένα έργο.

ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ:

Μπορεί άραγε ένας καλλιτέχνης να κλείνει τα μάτια του στην κατάφωρη απανθρωπιά του συστήματος; Είναι αληθινός καλλιτέχνης αυτός που έπαψε να εμπνέεται από την αισθητική συγκίνηση και ασχολείται με την τέχνη αποκλειστικά και μόνο για λόγους βιοποριστικούς ή για την εξασφάλιση μιας προνομιούχας θέσης στο κοινωνικό του περιβάλλον; Θα πρέπει η τέχνη να είναι πολιτικοποιημένη ή θα πρέπει να υπηρετεί μόνο την "καθαρή ομορφιά";

Αυτά είναι μερικά από τα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ήρωας μας στην εξέλιξη του έργου. Αρχικά βλέπουμε ότι έχει συμβιβαστεί με την κατάσταση γύρω του και απλά απολαμβάνει τη ζωή του κάνοντας πάρτι, δεξιώσεις κλπ. Βλέπουμε όμως ότι η κατάσταση αυτή δεν τον εκφράζει πραγματικά , δεν είναι ο εαυτός του. Και ενώ φαίνεται στην αρχή ότι είναι αρκετά αδύναμος χαρακτήρας και ότι διαλέγει τους εύκολους δρόμους στη ζωή του, αρκεί ο έρωτας που ζει με την Κρίστα Μαρία σε συνδυασμό με το θάνατο του Γέρσκα για να ξυπνήσει από το λήθαργο στον οποίον βρισκόταν και να εκφράσει με επιτυχία όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα του. Πρώτα μέσα από το άρθρο του για τις αυτοκτονίες στο Spiegel αλλά κυρίως στο best seller που αφιέρωσε στον Βίσλερ.

ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΑΜΕ ΑΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ:

Δυστυχώς η ευτυχώς, μάλλον ευτυχώς δεν είμαστε ερωτευμένοι με την Κρίστα Μαρία επομένως πολλές από τις συμφορές που βρήκαν τον Γκεόργκ θα τις περνούσαμε αναίμακτα! Πάντως η ταινία δείχνει μια έντονη βιωματικά περίοδο ενός ανθρώπου που για να βρει το σωστό δρόμο περνάει από πολλές δοκιμασίες. Το ότι στο τέλος αφιέρωσε ένα βιβλίο σε έναν άνθρωπο που δεν γνώρισε ποτέ στη ζωή του αυτό λέει πολλά από μόνο του. Ένα άνθρωπος που κρατούσε τη ζωή του συγγραφέα στα χέρια του αλλά επέλεξε να γκρεμίσει τη δική του ζωή. Αυτή η θυσία που έκανε ο Βίσλερ είναι που χαρακτηρίζει την ανιδιοτέλεια την ανθρώπινης φύσης που κρύβουμε μέσα μας και που στερούμαστε στη σημερινή εποχή. Αυτό που έκανε ο Ντρέυμαν ήταν το καλύτερο δυνατό που μπορούσε να κάνει. Ανταπέδωσε τη γενναιοδωρία του ανακριτή χαρίζοντας του ένα βιβλίο αφιερωμένο στον ίδιο.

Β) ΚρίσταΜαρία Ζίλαντ

Christa-Maria Sieland (Martina Gedeck)

Η ηθοποιός από την άλλη βρίσκει στην τέχνη ένα καταφύγιο για το υπαρξιακό της κενό. Υπάρχει και "είναι ο εαυτός της" μόνο όσο τη βλέπουν και όσο τη θαυμάζουν επάνω στο σανίδι. (όταν ο λοχαγός σ'ένα εστιατόριο εκδηλώνει το θαυμασμό του γι'αυτήν, της επαναφέρει την καλή διάθεση και το νόημα για ζωή). Αδιαφορεί για όλα τα υπόλοιπα. Η σχέση της με την τέχνη όπως και του συζύγου της είναι καθαρά ωφελιμιστική. Όπως και αυτόν, δεν μπορεί να την αποδεσμεύσει από ιδιοτελείς προθέσεις και σκοπούς.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ:

Η Christa Maria Zieland είναι μία πολύ διάσημη ηθοποιός της Λαικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και μούσα του σκηνοθέτη Georg Dreyman, με τον οποίο έχει δεσμό. Αποτελεί ίνδαλμα για το τεράστιο κοινό της, που την αποθεώνει καθημερινά. Όμως παρά την εικόνα της ευτυχισμένης γυναίκας που προβάλλει, στην πραγματικότητα είναι μια γυναίκα με πολλές ανασφάλειες και ευαίσθητο ψυχισμό που χρειάζεται την υποστήριξη φαρμάκων και μάλιστα παράνομων, για να καταφέρει να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της καριέρας της. Παρόλα αυτά είναι ένα άτομο που αγαπά την δουλειά του και προσπαθεί με κάθε τρόπο να παραμείνει σε αυτή.

Η Christa Maria όμως κρύβει ένα μεγάλο μυστικό. Προσφέρει υπηρεσίες και εκπληρώνει τις επιθυμίες του υπουργού του κομμουνιστικού κόμματος Bruno Hempf, προκειμένου αυτός να της εξασφαλίζει την υψηλή κοινωνική θέση στην ΛΔΓ , που χρειάζεται για να συνεχίσει την τέχνη της στην υποκριτική. Φυσικά αυτή την παράνομη σχέση δεν την γνωρίζει ο Georg, αλλά όταν την ανακαλύπτει με την βοήθεια του κατασκόπου Gerd Wiesler, ζητά από την σύντροφό του να την διακόψει. Εδώ έχουμε και το πρώτο δίλημμα της Christa Maria.

ΔΙΛΗΜΜΑ 1ο:

H Christa Maria πρέπει να πάρει μία σημαντική απόφαση. Άραγε θα πρέπει να συνεχίσει να προσφέρει υπηρεσίες στον υπουργό, με αποτέλεσμα να χάσει τον πραγματικό της έρωτα ( Georg) ή θα πρέπει να διακόψει για πάντα οποιαδήποτε σχέση με τον υπουργό και να συνεχίσει αποκλειστικά με τον Georg. Έτσι όμως θα έχανε για πάντα τα προνόμια που μπορούσε εκείνος να της προσφέρει και πιθανότατα να έχανε και την ευκαιρία να ξαναπαίξει στο θέατρο. Ύστερα από μεγάλη εσωτερική σύγκρουση με τον εαυτό της και με την βοήθεια του φύλακα αγγέλου της Wiesler αποφασίζει να ακολουθήσει την καρδιά της, να γυρίσει πίσω στον Georg και να μην εμφανιστεί στο ραντεβού της με τον υπουργό, κάτι που χαροποιεί το ζευγάρι και αποκαθιστά την σχέση τους. Φυσικά οι συνέπειες δεν άργησαν να φανούν. Ο εξοργισμένος υπουργός Ηempf ορκίζεται να την εκδικηθεί, καταδίδοντας την ως κάτοχο παράνομων αντιψυχωτικών φαρμάκων. Η Sieland συλλαμβάνεται από τις γερμανικές αρχές και εκβιάζεται προκειμένου να δώσει πληροφορίες για ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε παράνομα και που στην πραγματικότητα το έχει γράψει ο σύντροφός της. Έτσι βρίσκεται μπροστά σ’ένα δεύτερο δίλημμα.

ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ:

Αν βρισκόμασταν στην θέση της Christa - Maria πιθανότατα θα κάναμε ό,τι και εκείνη στο συγκεκριμένο δίλλημα. Θα παραμέναμε στο πλάι του Georg όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες. Σε μία τέτοια περίπτωση ναι μεν δεν θα είχε την στήριξη του υπουργού, αλλά θα είχε την ευκαιρία να κάνει μια νέα αρχή με τον αγαπημένο της, καθώς, όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων, το τοίχος θα έπεφτε και η ελευθερία θα ερχόταν.

ΔΙΛΗΜΜΑ 2ο:

Να ομολογήσει πως γνωρίζει ότι το άρθρο γράφτηκε από τον Georg και έτσι να προδώσει τον αγαπημένο της ή να σιωπήσει και να καταστρέψει για πάντα την καριέρα που με τόσο κόπο έχτισε. Τελικά το πάθος της για την δόξα και την τέχνη νικά και αφού καταρρέει ξεσπώντας σε κλάματα σκεπτόμενη αυτό που θα κάνει, ομολογεί (χωρίς όμως ν’ αποκαλύψει την κρυψώνα της γραφομηχανής με την οποία είχε συνταχθεί το περιβόητο άρθρο.) Αμέσως οι αρχές φτάνουν στο σπίτι του Georg, μα για καλή του τύχη δεν ανακαλύπτουν την κρυψώνα όπου ο συγγραφέας έχει κρύψει τα αποδεικτικά στοιχεία.

ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ:

Σε αυτό το δίλλημα η Sieland παρά το γεγονός ότι μίλησε στις αρχές έδρασε έξυπνα. Ενώ θα μπορούσε να μάθει που ήταν κρυμμένα τα αποδεικτικά στοιχεία, προτίμησε να μην το κάνει, γνωρίζοντας τον αδύναμο χαρακτήρα της. Κάτι ανάλογο λοιπόν θα κάναμε κι εμείς προστατεύοντας έτσι τον Georg, αλλά και τον εαυτό μας, αφού όντως δεν θα γνωρίζαμε τίποτα και δεν θα χρειαζόταν να ψευδομαρτυρήσουμε. Ακόμα κι όταν τυχαία έμαθε για την κρυψώνα, στην πρώτη της απολογία δεν αναφέρθηκε σε αυτήν για να προστατεύσει τον αγαπημένο της από τη φυλάκιση . Θεωρούμε πως έπραξε σωστά, και αν ήμασταν κ εμείς στη θέση της, θα κάναμε ακριβώς το ίδιο.

ΔΙΛΗΜΜΑ 3ο:

Μετά την αποτυχία της έρευνας στο σπίτι του σκηνοθέτη η σύντροφός του καλείται για ακόμα μία φορά να τον καταδώσει. Αυτή την φορά πρέπει να ομολογήσει σχετικά με το που είναι κρυμμένη η γραφομηχανή με την οποία γράφτηκε το άρθρο. Η Zieland δυστυχώς γνωρίζει την κρυψώνα, προσπαθεί όμως να προσποιηθεί την ανήξερη ως μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Georg. Όμως εν τέλει λυγίζει και θυσιάζει και πάλι την σιωπή της στο βωμό της καριέρας της. Μετά την ομολογία γυρίζει στο σπίτι του συντρόφου της εμφανώς ταραγμένη, περιμένοντας την εισβολή των αρχών. Όταν αυτό γίνεται, οι ερινύες την κατατρέχουν με αποτέλεσμα να βγει σε έξαλλη κατάσταση εκτός του σπιτιού, όπου δέχεται και το θανατηφόρο χτύπημα ενός αυτοκινήτου.

ΑΝ ΒΡΙΣΚΟΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ:

Η κατάσταση πια είναι άκρως σοβαρή και τα αδιέξοδα πολλά. Σε μια ανάλογη περίπτωση θα προσπαθούσαμε να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας και θα επιστρατεύαμε το υποκριτικό ταλέντο της προκειμένου να πείσουμε τον ανακριτή πως και πάλι δεν γνωρίζουμε τίποτα. Αν αυτό δεν ήταν αρκετό, τότε θα ομολογούσαμε μια ψευδή κρυψώνα προκειμένου να κερδίσουμε χρόνο και να απομακρύνουμε τα στοιχεία από την αληθινή.

Γ) Γκερντ Βίσλερ

Hauptmann Gerd Wiesler (Ulrich Mühe)

Ο λοχαγός της Στάζι. Άκαμπτος, μεθοδικός, μοναχικός, καταπιεστικά ελεγχόμενος και με παγερό βλέμμα (συγκλονιστική - αμιγώς κινηματογραφική - η ερμηνεία του Ulrich Mühe), που υπηρετεί αφοσιωμένα το καθεστώς, αλλά με μια μικρή "αδυναμία" στον χαρακτήρα του. Είναι επιρρεπής και ο πλέον ευαίσθητος και δεκτικός απ'όλους, στην ιδιαίτερη εκείνη συγκίνηση που ένα έργο τέχνης μπορεί να παράξει. Στην αισθητική συγκίνηση και στην μεταμορφωτική της δράση.

Σε βαθμό που το άκουσμα μιας σονάτας του Μότσαρτ, ή η ανάγνωση ενός ποιήματος του Μπρεχτ, να του φέρνουν όχι μόνο δάκρυα στα μάτια, αλλά ριζική αναθεώρηση κοσμοαντίληψης. Να του προξενούν υπαρξιακό σεισμό. Να του ξυπνούν τις επιταγές της συνείδησης και της εσωτερικής του ηθικής, κόντρα στις εξωτερικές πιέσεις με την καιροσκοπική εξωτερική ηθική. Να του αλλάζουν την ίδια του τη ζωή.

Πέρα όμως από τον "ιδανικό αποδέκτη" ενός έργου τέχνης, (και ίσως τον πραγματικό καλλιτέχνη), ο λοχαγός της Στάζι αντιπροσωπεύει και κάτι άλλο. Την ανιδιοτελή προσφορά, την άδολη και αποκαθαρμένη από κάθε ίχνος ιδιοτέλειας αγάπη, αυτήν που δίνει χωρίς να περιμένει την ανταμοιβή, την αληθινή αγάπη που θυσιάζει το "Εγώ" για να υπάρξει το "Άλλο".

ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ:

Πρόκειται για ένα σημαντικό στέλεχος της μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας. Θεωρείται ο καλύτερος και ο καταλληλότερος στη διαδικασία της ανάκρισης, κάτι το οποίο και διδάσκει σε σχολείο των STASI. Κύρια αποστολή του στην ταινία είναι να κατασκοπεύσει το διαμέρισμα του σεναριογράφου Georg Dreyman, καθώς θεωρείται ύποπτος για αντιστασιακές ιδέες και ενέργειες.

Παρακολουθεί συνεχώς τη ζωή του συγγραφέα και δίνει καθημερινά γραπτή αναφορά στην υπηρεσία των Stasi. Σύντομα όμως ολόκληρη η κοσμοθεωρία του καταρρέει.Από εκείνη τη στιγμή ο σκοπός της αποστολής για τον ίδιο αλλάζει ριζικά. Σοκάρεται από το γεγονός πως γίνεται πιόνι του συστήματος και της εξουσίας. Τώρα πλέον δεν παρακολουθεί τον Dreyman για να βοηθήσει στο να συλληφθεί, αλλά γιατί βλέπει μια ζωή που έχει ενδιαφέροντα, ασχολίες στόχους και συναισθήματα, σε αντίθεση με τη δική του ζωή που ήταν πλήρως κενή. Έτσι, αρχίζει να βγαίνει στην επιφάνεια μία πιο αλληλέγγυα και συναισθηματική πλευρά του εαυτού του. Κάτι τέτοιο μπορούμε να το αντιληφθούμε από το γεγονός ότι κατανοεί τον έρωτα που υπάρχει ανάμεσα στο Dreyman και την Christa και προσπαθεί να τον διαφυλάξει αποκαλύπτοντας στον πρώτο τη σχέση της δεύτερης με τον υπουργό. Στόχος του είναι να τους φέρει και πάλι κοντά. Επίσης, προσπαθεί να πλησιάσει την Christa για να την κάνει να πιστέψει στον εαυτό της, ώστε να αφοσιωθεί στη σχέση της με τον Dreyman. Αρχίζει να δίνει ψεύτικες αναφορές στην υπηρεσία και κρύβει όλα τα στοιχεία εναντίον του Dreyman, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενοχοποιηθεί.

Με λίγα λόγια, συνειδητοποιεί τις λάθος επιλογές του, αρχίζοντας να γυρνά την πλάτη σε ό,τι πίστευε μέχρι τώρα και να γοητεύεται από τον κόσμο όπου κυριαρχεί το συναίσθημα, δηλαδή τον κόσμο του Dreyman. Δυστυχώς για εκείνον, οι προθέσεις του αρχίζουν να γίνονται αντιληπτές από τους ανώτερούς του, χωρίς όμως να υπάρχει κάποιο στοιχείο εναντίον του. Παρόλα αυτά, αναγκάζεται τελικά να φύγει από την υπηρεσία των stasi και να ακολουθήσει μια εντελώς διαφορετική πορεία στη ζωή του.

Δεδομένου της θέσης του, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα αμείλικτος χαρακτήρας, χωρίς την αίσθηση της πραγματικής ελευθερίας και δημοκρατίας, κάτι το οποίο μπορεί να καταλήξει και στην καταπάτηση οποιουδήποτε ηθικού και συναισθηματικού φραγμού για χάρη της δημαγωγίας. Επίσης, πρόκειται για ένα άτομο που δεν έχει προσωπική ζωή και ούτε ιδιαίτερους σκοπούς τους οποίους θέλει να ολοκληρώσει, παρά μόνο την εργασία του. Είναι έξυπνος, διότι όχι μόνο αντιλαμβάνεται την πραγματική αιτία της αποστολής, αλλά κατάφερε να διακρίνει το σωστό και να καταλάβει τι πραγματικά έχει αξία μέσα σε όλη αυτή την ιστορία. Αλλάζοντας τον τρόπο σκέψης που είχε μέχρι τώρα, ο χαρακτήρας του διακρίνεται από μία ευαισθησία και μια πιο συναισθηματική αντίληψη των πραγμάτων. Αρχίζει να βλέπει το πραγματικό νόημα της ζωής, που είναι μακριά από τη μοναξιά και την εχθρότητα.

ΔΙΛΗΜΜΑ:

Το δίλημμα που προκύπτει στον ψυχισμό του Wiesler είναι το αν θα συνεχίσει να είναι πιόνι του συστήματος των stasi ή θα αντισταθεί και θα ρισκάρει ώστε να καταρρίψει με τον δικό του τρόπο, όλο αυτό το σύστημα του ψέματος και της δολιοφθοράς. Βλέποντας την ταινία, μπορούμε να αντιληφθούμε πως το δίλλημα αυτό δε διαρκεί πολύ, καθώς ο Wiesler «ξυπνά» και ακολουθεί τον δρόμο που ορίζει το τι είναι ηθικό και δίκαιο. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μην είχε συμβεί. Αντίθετα, ακόμη και αν είχε καταλάβει το παιχνίδι που παιζόταν στις πλάτες του, θα μπορούσε να ολοκληρώσει την αποστολή του ως πιστός ακόλουθος των stasi και συνεπώς να προδώσει τον Dreyman. Επομένως δε θα υπήρχε δίλημμα για τον ίδιο. Όμως αντιλαμβάνεται πως το σύστημα που έχει την εξουσία είναι σαθρό και δεν αξίζει εκείνος να το υπακούει. Μέσα από αυτό το δίλημμα ωστόσο που προέκυψε, δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο το τι υποστηρίζει πραγματικά, καθώς δεν κάνει εξαρχής κατανοητή την πρόθεσή του να καλύψει τον Dreyman για να εκδικηθεί τον υπουργό και μαζί του όλο το σύστημα και την εξουσία του Κόμματος. Αντίθετα, προσπαθεί να καλύψει και τη δική του θέση για να μη καταστρέψει την καριέρα του που έχτισε με προσπάθεια και αφοσίωση. Κάτι τέτοιο λοιπόν δείχνει πως ναι μεν παίρνει μια θέση, αλλά κοιτάζει και το δικό του συμφέρον. Θα έπρεπε, επομένως να κρατήσει μια πιο ξεκάθαρη θέση απέναντι στα πιστεύω του. Όμως, πρέπει να κατανοήσουμε και εμείς οι ίδιοι πως μέσα στην κενή του ζωή το μόνο νόημα και ο μόνος στόχος που είχε μέχρι τότε ήταν η αναγνώριση που λάμβανε από την καριέρα του, Αν έχανε και αυτό, δε θα υπήρχε τίποτα άλλο για το οποίο θα έπρεπε να ελπίζει. Φυσικά, αν η συμπεριφορά του δεν τιμωρούταν από τους αρμόδιους και συνέχιζε ανενόχλητος, το σενάριο θα φάνταζε ουτοπικό. Η επιλογή του, να καλύψει τον Dreyman και να αψηφήσει τα καθήκοντα και τις εντολές που του έχουν δοθεί, έχει για τον ίδιο τη συνέπεια να τελειώσει η καριέρα του εκεί. Ήταν κάτι που σίγουρα στοίχησε στον ίδιο, καθώς προσπαθούσε να διασφαλίσει το όνομα του μέχρι τελευταία στιγμή. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να το μετανιώνει.

ΑΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ:

Αν ήμασταν στη θέση του, σίγουρα θα ακολουθούσαμε μια πιο συγκεκριμένη στάση, όσον αφορά το δίλημμα του και την τελική του απόφαση. Από τη στιγμή που θα συνειδητοποιούσαμε τι πραγματικά κρύβεται πίσω από την αποστολή που έχουμε αναλάβει και θα παίρναμε την απόφαση να αντισταθούμε στο να παίξουμε το παιχνίδι του συστήματος, θα υποστηρίζαμε τη θέση αυτή, χωρίς το φόβο της συνέπειας. Θα αντιστεκόμασταν στη δημαγωγία και τον εξευτελισμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που υποστήριζε το σύστημα και η εξουσία της εποχής, καθώς το να ζεις σε μια κοινωνία καταπιεσμένη, κενή και πάνω απ’όλα φοβισμένη, είναι κάτι το οποίο δεν μπορείς να αντέξεις για πολύ. Οπότε, με το να αντιστέκεσαι με επιμονή, μπορείς να φέρεις την αλλαγή όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στην ίδια σου τη ζωή. Άλλωστε, τέτοια γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας δεν είναι τόσο μακρινά από τη δική μας εποχή και υπάρχει ακόμη η γενιά που έζησε τέτοιες στιγμές και μπορεί να μεταδώσει το κλίμα που κυριαρχούσε. Είμαστε σύμφωνοι φυσικά με το να πάρει το ρίσκο να διακινδυνεύσει την καριέρα του για χάρη των πραγματικών αξιών της ζωής, όμως όταν παίρνεις μια τέτοια απόφαση οφείλεις να την υποστηρίξεις σε όλες της τις διαστάσεις.

ΒΟΗΘΗΤΙΚΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ:

Άντον Γκρούμπιτς

Anton Grubitz (Urlich Tukur)

Υψηλόβαθμος αξιωματικός της Στάζι και καθηγητής στο σχολείο της Στάζι. Αν και είναι λιγότερο ταλαντούχος από τον Βίσλερ, κατορθώνει ν’ ανέβει ταχύτερα επαγγελματικά από τον προηγούμενο, λόγω της διεφθαρμένης φύσης του που έρχεται σε πλήρη ταύτιση με τη φύση της Στάζι και του Κόμματος γενικότερα. Κύριο μέλημά του είναι η κοινωνική ανάταση και η κατάκτηση της επιτυχίας. Προκειμένου να τα κερδίσει δε διστάζει να χρησιμοποιήσει και αθέμιτα μέσα… Δέχεται το αίτημα του υπουργού πολιτισμού Χέμπφ, σχετικά με την παρακολούθηση του Ντρέυμαν, καθώς το θεωρεί μοναδική ευκαιρία και εισιτήριο για την κοινωνική του άνοδο.

Ο Άντον Γκρούμπιτς με λίγα λόγια, είναι ένα πιόνι του κόμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ένας διεφθαρμένος πολιτικός, χωρίς ίχνος ανθρωπιάς και συναισθημάτων. Είναι καιροσκόπος μίας και δε διστάζει να <χρησιμοποιήσει> τους άλλους για την προσωπική του ευημερία. Παρόλα αυτά, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έξυπνος καθώς δεν αντιλαμβάνεται την αλλαγή στάσης του Βίσλερ απέναντι στην υπόθεση και συνεχίζει να τον εμπιστεύεται αναντίρρητα.

Μπρούνο Χέμπφ

Bruno Hempf (Thomas Thieme)

Ο Μπρούνο Χέμπφ είναι ένας διεφθαρμένος υπουργός πολιτισμού στην Ανατολική Γερμανία, που εμπλέκεται σε μια ερωτική σχέση με την Κρίστα -Μαρία Ζίλαντ, μια δημοφιλή ηθοποιό του θεάτρου. Η Κρίστα –Μαρία διατηρεί αυτή την ερωτική σχέση με τον υπουργό όντας ανασφαλής και πιστεύοντας πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να διατηρήσει την καριέρα της σε υψηλά επίπεδα. Κατά κάποιο τρόπο ο υπουργός είναι η <τροφή> της καλλιτεχνικής της πορείας. Η Ζίλαντ ,επίσης, είναι πολύ ερωτευμένη και διατηρεί δεσμό με τον συγγραφέα και σεναριογράφο Ντρέυμαν, γεγονός το οποίο γνωρίζει ο Χέμπφ και επιθυμεί με κάθε τρόπο να καταστρέψει το δεσμό αυτό βγάζοντας από τη μέση τον Ντρέυμαν. Έτσι, χρησιμοποιεί το ισχυρό του όνομα και πείθει την Στάζι πως ο Ντρέυμαν , ο οποίος ανήκει στον κύκλο των μεγάλων καλλιτεχνών της δυτικής Γερμανίας και επομένως γνωρίζει πολλούς <εχθρούς> του Κόμματος, είναι ένοχος και πρέπει να τεθεί υπό πλήρη παρακολούθηση ώστε να μπορέσουν να τον κατηγορήσουν με αποδείξεις και να φυλακιστεί. Ακόμα, γνωρίζοντας πως η Κρίστα –Μαρία είναι εξαρτημένη από παράνομες ουσίες, δε διστάζει να την απειλήσει λέγοντάς της ότι θα της καταστρέψει την καριέρα αν δεν παραμείνει μαζί του.

Αυτές οι ενέργειες του Χεμπφ υποδηλώνουν άτομο αδίστακτο, ραδιούργο και δολοπλόκο. Είναι εκείνη η κατηγορία ανθρώπου που επιθυμεί όλα να περιστρέφονται γύρω από αυτόν και κάνει τα πάντα για το πετύχει. Πέρα από το ισχυρό του όνομα, διαθέτει και τη στοιχειώδη ευστροφία ώστε να εκτελεί σωστά τις κινήσεις του έχοντας μικρές πιθανότητες αποτυχίας.

Άλμπερτ Ζέρσκα

Albert Jerska( Volkmar Kleinert)

Σκηνοθέτης και φίλος του συγγραφέα Γκέοργκ Ντρέυμαν. Πάσχει από κατάθλιψη και αλκοολισμό καθώς η ΛΔΓ του έχει αφαιρέσει το δικαίωμα του σκηνοθετείν και βρίσκεται στη λεγόμενη μαύρη λίστα μιας και το καλλιτεχνικό του ύφος δε συνάδει με τα πρότυπα του καθεστώτος και χαρακτηρίζεται ως φιλελεύθερο και <δυτικό>. Ο Ζέρσκα, είναι ένας άνθρωπος ευαίσθητος που ζούσε για να σκηνοθετεί. Από τη στιγμή που του απαγόρευσαν να κάνει αυτό που αγαπάει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο, κλείνεται στον εαυτό του. Δεν είναι ιδιαίτερα δυναμικός χαρακτήρας. Μάλιστα θα υποστηρίζαμε το αντίθετο, καθώς αντί να συνεχίσει να προσπαθεί, εκείνος μην μπορώντας ν’ αντέξει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει, βάζει τέρμα στη ζωή του. Η αυτοκτονία του Ζέρσκα, φαίνεται να επηρεάζει πολύ το φίλο του Ντρέυμαν, ο οποίος αποφασίζει να μην μένει άλλο στάσιμος και αδρανής και να εκδώσει ανώνυμα σε περιοδικό της Δυτικής Γερμανίας, άρθρο που αναφέρεται στις δεκάδες αυτοκτονίες καλλιτεχνών στη ΛΔΓ λόγω της καταπίεσης τους από το Κόμμα.

Είναι πολύ περίεργο τελικά το πόσο ένας τόσο αδύναμος άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει σε τέτοιο βαθμό τη ζωή κάποιου άλλου.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ:

Το 1945, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερις Ζώνες Κατοχής, οι οποίες ελέγχονταν και διοικούνταν από τους Συμμάχους (ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία) σύμφωνα με τις αποφάσεις της Συνόδου της Γιάλτας. Με ανάλογο τρόπο μοιράστηκε και το Βερολίνο, η πρώην πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, σε τέσσερις τομείς. Το 1949 ιδρύθηκε πρώτα η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ) στις τρεις δυτικές Ζώνες Κατοχής και αμέσως μετά η Ανατολική Γερμανία (ΛΔΓ) στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής, σφραγίζοντας και πολιτικά τη διαίρεση της χώρας. Τότε άρχισε να εντείνεται η φύλαξη και να επεκτείνονται οι συνοριακές εγκαταστάσεις και από τις δύο πλευρές.

Το τείχος του Βερολίνου:

To Τείχος του Βερολίνου ήταν τμήμα των ενδογερμανικών συνόρων, στην περιοχή του Βερολίνου. Από την ανέγερσή του, από τους Ανατολικογερμανούς, στις 13 Αυγούστου 1961 μέχρι την πτώση του στις 9 Νοεμβρίου 1989 χώριζε το Δυτικό Βερολίνο από το Ανατολικό και τη γύρω περιοχή της Ανατολικής Γερμανίας. Υπήρξε το γνωστότερο σύμβολο του Ψυχρού Πολέμου και τηςδιαίρεσης της Γερμανίας, ως επιστέγασμα του αποκλεισμού του Βερολίνου που είχε αρχίσει το 1948. Κατά την προσπάθειά τους να περάσουν στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από τις καλά φρουρούμενες συνοριακές εγκαταστάσεις του Τείχους θανατώθηκαν τουλάχιστον 86 άνθρωποι και τραυματίστηκαν κάμποσοι άλλοι.

Ταινία και ιστορικό πλαίσιο:

Η ταινία φέρνει στο φως τις αθλιότητες της κομμουνιστικής δικτατορίας μέσα από τον απόλυτο έλεγχο που ασκούσαν στην κοινωνία οι καταδότες των μυστικών υπηρεσιών του καθεστώτος από το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας, πιο γνωστό ως Στάζι, που απειλούσε και κατέπνιγε το παραμικρό ίχνος διαφωνίας.

Η Στάζι που ήταν, σύμφωνα με τον ορισμό του καθεστώτος, «ασπίδα και σπαθί» του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (SΕD - κομμουνιστικό), δημιουργήθηκε στα πρώτα χρόνια της ΛΔΓ σύμφωνα με το πρότυπο της λενινιστικής Τσεκά. Ο Γιόζεφ Μπούντεκ, πρώην πολιτικός κρατούμενος στη ΛΔΓ ο οποίος μπόρεσε να εγκαταλείψει τη χώρα στο πλαίσιο της εξαγοράς κρατουμένων που πραγματοποιούσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, χαρακτηρίζει τη Στάζι επίλεκτη ομάδα που δρούσε και φερόταν ως τέτοια. «Η Λαϊκή Βουλή ενέκρινε τους νόμους που χρειάζονταν και οι άνθρωποι της Στάζι τους παρέβαιναν κατά βούληση. Η Στάζι έδινε εντολές στα δικαστήρια για εφαρμογή των νόμων κατά των εχθρικών και αρνητικών δυνάμεων και είχε τη βοήθεια όλων των άλλων κρατικών φορέων»

Η Στάζι έφθασε σε γιγαντιαίο μέγεθος. Αν δεχθούμε ως έγκυρο τον αριθμό των 265.000, υπαλλήλων και καταδοτών, αντιστοιχούσε σε κάθε 61 κατοίκους από τα 16,4 εκατομμύρια της ΛΔΓ ένας που εργαζόταν για τη Στάζι, ως μόνιμος υπάλληλος ή ως κατάσκοπος μερικής απασχόλησης. Αυτός ο μηχανισμός παρήγαγε 114 χιλιόμετρα ντοκουμέντων, με πολιτικές καρτέλες και αναφορές των καταδοτών, αποθηκευμένων στην έδρα της Στάζι στο Βερολίνο και στα 13 υποκαταστήματα σε ολόκληρη τη ΛΔΓ.

Το trailer:

http://www.youtube.com/watch?v=n3_iLOp6IhM

Το βίντεο με σκηνές από την ταινία:

http://www.dailymotion.com/video/k78xK7GhzWf0yw1IOFb#from=embed

ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ:

http://www.imdb.com/title/tt0405094/

http://cine-art.blogspot.com/2010/10/lives-of-others-2006.html

http://en.wikipedia.org/wiki/The_Lives_of_Others

http://www.sonyclassics.com/thelivesofothers/

http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=283276





























































































No comments: